- δύσπεπτος
- -η, -ο (AM δύσπεπτος, -ον)αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος («τα θαλασσινά είναι δύσπεπτα»)αρχ.1. αυτός που δεν αφομοιώνεται («ὅσον μὲν οὖν ἄν παλαιότατον ὄν τῆς σαρκὸς τακῇ, δύσπεπτον γιγνόμενον», Πλούτ.)2. αυτός που ωριμάζει δύσκολα, άγουρος ακόμη3. (για φύματα) αυτός που δύσκολα διαπυείται.
Dictionary of Greek. 2013.